reservist$69591$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

reservist$69591$ - translation to ελληνικό

MILITARY PERSONNEL IN A RESERVE CAPACITY (NOT EMPLOYED ON FULL-TIME ACTIVE DUTY)
Reservists; Voluntary reservist
  • Czech reservists in 2008
  • British Army Reservists applying camouflage during a training exercise.
  • Belgian Reservists leaving the Gare du Nord in Paris, 1914
  • Reservists of the [[Israel Defense Forces]], 2011
  • Israeli officers in reserve duty before parachuting exercise. Reserve service may continue until the age of 51<ref>[https://www.jewishvirtuallibrary.org/jsource/Society_&_Culture/IDF.html Israel Defense Forces (IDF)—An Introduction]''Jewish Virtual Library''</ref>
  •  Finnish reservists in a training exercise.

reservist      
n. έφεδρος

Ορισμός

reservist
¦ noun a member of a military reserve force.

Βικιπαίδεια

Reservist

A reservist is a person who is a member of a military reserve force. They are otherwise civilians, and in peacetime have careers outside the military. Reservists usually go for training on an annual basis to refresh their skills. This person is usually a former active-duty member of the armed forces, and they remain a reservist either voluntarily, or by obligation. In some countries such as Israel, Norway, Finland, Singapore, and Switzerland, reservists are conscripted soldiers who are called up for training and service when necessary.